- αναμισθωτής
- ο [αναμισθώνω]αυτός που κάνει αναμίσθωση*, είτε ως ιδιοκτήτης είτε ως ενοικιαστής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναμισθωτής — ο θηλ. τρια 1. αυτός που δίνει ξανά κάτι με νοίκι: Ο αναμισθωτής ζητούσε τώρα μεγαλύτερο νοίκι. 2. αυτός που παίρνει ξανά κάτι με νοίκι: Ο αναμισθωτής ήθελε μικρή μονάχα παράταση της μίσθωσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναμισθώνω — (Α ἀναμισθοῡμαι, όομαι) 1. (για ιδιοκτήτες) μισθώνω εκ νέου, δίνω πάλι κάτι παίρνοντας ενοίκιο, ξαναμισθώνω 2. (για ενοικιαστές) νοικιάζω πάλι, παίρνω κάτι ξανά δίνοντας ενοίκιο, ξανανοικιάζω (στα αρχ. σε χρ. το παθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά + μισθώνω … Dictionary of Greek